δίος

δίος
δῑος, -ῑα, -ῑον (Α)
Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία
2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων»)
3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν»)
4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή, εξαίρετος («Εὔμαιος δῑος ὑφορβός»)
5. (για ζώα, ιδίως άλογα) ευγενής, εξαίρετος
6. (για πράγματα, ιδίως φυσικά φαινόμενα) θεϊκός, θαυμαστός, τρομερός («αἰθέρος ἐκ δίης», «εἰς ἅλα δῑαν», «δῑα χθών», «δῑον πῡρ», «δῑα Χάρυβδις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίος < *dy-1w-o < ΙΕ ρίζα *dei- από την οποία προήλθε το όνομα του Διός, θεού τού ουρανού και τού φωτός. Συνδέεται με αρχ. ινδ. dĩva- «ουράνιος» και λατ. dius. Πιθ. επίσης με αρχ. ινδ. div (i)ya-, οπότε δίος < dĭF-yos (πρβλ. μυκην. diujo, diwija κ.λπ.). Η λ. δίος απαντά συχνά στον Όμηρο και αργότερα στους τραγικούς ως επίθετο τού ουρανού, τού αιθέρα και τής γης. Χρησιμοποιείται επίσης ως προσωνυμία προσώπων (για τον Αχιλλέα, τους Αχαιούς κ.λπ.) και η ακριβής του σημ. «ο τού Διός, αυτός που ανήκει στον Δία, το παιδί τού Δία» εμφανίζεται στο Ι, 538 τής Ιλιάδος καθώς και στην τραγική ποίηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δῖος — heavenly masc nom sg δῖος heavenly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῖος — masc nom sg Ζεύς dyaús masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διός — Ζεύς dyaús masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίος — Ζεύς dyaús masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα. — См. С Бога начинай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δῖον — δῖος heavenly masc acc sg δῖος heavenly neut nom/voc/acc sg δῖος heavenly masc/fem acc sg δῖος heavenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖε — δῖος heavenly masc voc sg δῖος heavenly masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῖοι — Δίος masc nom/voc pl Δῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖοι — δῖος heavenly masc nom/voc pl δῖος heavenly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”